- παρακρατεῖ
- παρακρατέωdetainpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)παρακρατέωdetainpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακράτει — παρακρατέω detain pres imperat act 2nd sg (attic epic) παρακρατέω detain imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακρατώ — παρακρατῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. αποθηκεύω μέρος τού προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την τιμή του στην αγορά ή για να τό χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης 2. (για κατάσταση) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η… … Dictionary of Greek